τλητός — patient masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τλητά — τλητός patient neut nom/voc/acc pl τλητά̱ , τλητός patient fem nom/voc/acc dual τλητά̱ , τλητός patient fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τλητῶν — τλητός patient fem gen pl τλητός patient masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τλητόν — τλητός patient masc acc sg τλητός patient neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τλητῆς — τλητός patient fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τλητή — τλητός patient fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύτλητος — ον, Α 1. αυτός που υπέστη πολλές δοκιμασίες, πολλά βάσανα* 2. άθλιος, ελεεινός («γήραϊ πολυτλήτῳ βεβάρητο», Κόιντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τλητός (πρβλ. βαρύ τλητος)] … Dictionary of Greek
τάλας — αινα, αν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τάλαις και ιων. τ. τάλης θηλ. και τάλας Α άξιος λύπης, δυστυχής, ταλαίπωρος («οἴ γὼ τάλαινα συμφορᾱς κακῆς», Αισχύλ.) μσν. αρχ. (με κακή σημ.) άθλιος, ελεεινός (α. «τρόπον τὸν κακομήχανον τῆς γυναικὸς ὁ τάλας», Πρόδρ.… … Dictionary of Greek
Страдательный залог — (грамм.) залог (см.), обозначающий, что подлежащее является носителем выражаемого глаголом действия, исходная точка которого лежит вне подлежащего. В С. конструкции грамматический субъект является именем объекта действия, обозначаемого глаголом.… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
αινότλητος — αἰνότλητος, ον (Α) ολωσδιόλου αφόρητος, τελείως ανυπόφορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + τλητὸς < αόρ. τού ρ. τλῶ ( άω)*] … Dictionary of Greek